- άσωστος
- και ανέσωστος και άσωτος, -η, -ο (AM ἄσωστος, -ον) [σώζω]νεοελλ.1. αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, ανεξάντλητος, ατέλειωτος2. ελλιπής, ασυμπλήρωτος3. αυτός που δεν έχει ακόμη διασωθεί4. αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει κανείς, απλησίαστοςαρχ.-μσν.1. αυτός που δεν μπορεί να σωθεί, αθεράπευτος2. αυτός που δεν μπορεί να γλυτώσει, να αποφύγει τον θάνατο.
Dictionary of Greek. 2013.